- εμποιώ
- (ε) μετ. вселить, внушить, вызывать;
εμποιώ φρίκην (τρόμον) — внушать ужас (страх);
εμποιώ έκπληξιν ( — или κατάπληξιν) — вызывать изумление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμποιώ φρίκην (τρόμον) — внушать ужас (страх);
εμποιώ έκπληξιν ( — или κατάπληξιν) — вызывать изумление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek
ἐμποιῶ — ἐμποιέω make in pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐμποιέω make in pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐμποιέω make in pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐμποιέω make in pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… … Dictionary of Greek
επιτινάσσω — ἐπιτινάσσω (Α) τινάζω κάτι μέσα, εμβάλλω, εμπνέω, εμποιώ … Dictionary of Greek
παρεμποιώ — έω, Α δημιουργώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμποιῶ «προξενώ, παράγω»] … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
σύμφυτος — η, ο / σύμφυτος, ον, ΝΑ [συμφύω, ομαι] 1. έμφυτος, συμφυής, εγγενής 2. φυσικός («τὸ μιμεῑσθαι σύμφυτον τοῑς ἀνθρώποις», Αριστοτ.) 3. (για ασθένεια) συγγενής 4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφυτο α) η ιδιότητα τού συμφυούς β) βοτ. ονομασία φυτού νεοελλ.… … Dictionary of Greek